Ρέα Thönges-Στριγγάρη


Ο Οδυσσέας-Φάουστ στον εσώκοσμο της πλαστικής κίνησης


Στις αναζητήσεις του Γιάννη Μελανίτη δοκιμάζονται και συνάδουν οι απαρχές της συνειδησιακής εξέλιξης με το δράμα του πλαστικού γίγνεσθαι.

Κεντρικός του ήρωας-εγγυητής, ο Οδυσσέας, καθοριστική φιγούρα στην πορεία της δυτικής νόησης, μας πλησιάζει εδώ με αυτονόητο γλίστρημα στον Φάουστ. Ορατή και στους δύο, η «δύναμις του πάσχειν και ποιείν» είναι εκείνη η διονυσιακή / νιτσεϊκή ορμή, απΆ όπου αναδύεται το κάθε πλάσμα - και το κάθε πλάσμα του νου σαν μόρφωμα της σκέψης-δράσης.


Χρειάστηκαν αναπόφευκτα τολμήματα: το συναπάντημα με τον Κύκλωπα, απΆ όπου ο Οδυσσέας θα αναγκαστεί να αποστρέψει το βλέμμα και πρόσκαιρα να παραιτηθεί τόσο από την ηδονική δυναστεία της φύσης και της φύσης των αισθήσεων, όσο και από την εφήμερη γνώση της ατομικότητας. Έτσι μόνο πετυχαίνει την εσωτερική ματιά του συμπαντικού Ούτις. Για να γίνεις κάποιος πρέπει βαθιά πρώτα να βιώσεις το Κανένας.


Η περιπέτεια του Εγώ (που εξακολουθεί να υφίσταται) μοιάζει να χει το ξεκίνημά της στην άγρια θαλασσοταραχή ψυχής και σάρκας, εκεί που ο Οδυσσέας χαροπαλεύει και -πριν συναντήσει την σωτήρια Λευκοθέα - θα ξεφωνίσει: ώμοι εγώ, μη τις μοι υφαίνησην δόλον... (Ίσως η πρώτη τεκμηριωμένη κραυγή / εμφάνιση του Εγώ στην ιστορία της ανθρωπότητας).

Στον εναγώνιο στεναγμό του ταλαίπωρου «Εγώ» - στο αντίβαρο του Ούτις ! - θα ανταποκριθεί η νύμφη Λευκοθέα. Και είναι αξιοπρόσεχτος ο τρόπος της βοήθειάς της: δίνει στον Οδυσσέα τον κεφαλόδεσμό της προστάζοντάς τον να τυλίξει μΆ αυτόν το στέρνο του: έτσι, ότι συνδέεται με τις διανοητικές λειτουργίες μετακινείται προς το συναίσθημα; (Τι ξέρουμε αλήθεια γιΆ αυτό;)

Πάντως εκείνο το θεϊκό πανί, ο ήρωας πρέπει να το ξαναρίξει πίσω στην θάλασσα μόλις, σώος, πατήσει τη γη των Φαιάκων.


Η επόμενη θανατερή δοκιμασία φέρνει τον Οδυσσέα, με οργανική θα έλεγα συνέπεια τελετουργίας των μυστηρίων, αντιμέτωπο με τον κόσμο τον νεκρών -και την βεβαιότητα του προσωπικού θανάτου. Στην Νέκυια, ο Οδυσσέας διαπερνώντας το κρυσταλλικό πρίσμα του Εγώ, περνάει στην δυνατότητα της οικουμενικής αποστολής: καθίσταται ώριμος να δεχτεί την εντολή του Τειρεσία.


Η επιστροφή συρρικνώνεται, σχεδόν μηδενίζεται, γιατί ο «πολυμήχανος», σε νέα πια τροχιά, θα συνεχίσει την πορεία του. Στην Ιθάκη, δεν συντελείται παρά η ολοκλήρωση μιας στιγμής: σΆ αυτήν θα γυρίσει μόνο για να πεθάνει. Πριν ξαναφύγει, στο κρεβάτι του έρωτα της Πηνελόπης, θα επαναλάβει τα λόγια του Τειρεσία: ότι πρέπει, με το κουπί στον ώμο, να πορευτεί ώσπου να φτάσει σε τόπους όπου οι κάτοικοι, βλέποντάς τον, θα συγχέουν το κουπί με το δικράνι. Τι τρομερό παραμύθι! Για πού - και προς ποιους - λοιπόν κινείται ο Οδυσσέας στο δεύτερο και ανείπωτο πλέον ταξίδι του - ανείπωτο, ίσως επειδή γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς την κατάληξή του; Πάντως, ένα μοιάζει βέβαιο: αυτός που συγχέει το κουπί με το δικράνι είναι ο άνθρωπος-γεωργός, ο άνθρωπος με την άγνοια της θάλασσας -κι αυτό σημαίνει: άγνοια της κινητικής ιδιαιτερότητας του θαλάσσιου πολιτισμού της.

Αν λοιπόν πάρουμε την αφήγηση στα σοβαρά (και γιατί να μην την πάρουμε;) ο Οδυσσέας, πηγαίνοντας προς τα βόρεια (γιατί μόνο προς αυτή τη κατεύθυνση η θάλασσα είναι άγνωστη) έχει την αποστολή να διαδώσει (στον μετέπειτα ευρωπαϊκό χώρο;) αυτόν ακριβώς τον πολιτισμό, ο οποίος ταλάνισε και τον ίδιο: τον πολιτισμό με την δύναμη του πάσχειν και ποιείν. Που ενυπάρχει και αφορά τόσο στη νοητική (και φυσική) κινητικότητα, όσο και στην πλαστική διαδικασία.


Πλαστικότητα, πλάθω, ικανότητα παραστατικής μορφοποίησης: -πού σταματά η κατεργασία της ευμάλακτης ύλης, όταν και τα όνειρα «πλάθονται»; Έννοια ως σήμερα ακόμη ασύλληπτη, το δεδομένο του αρχαίου ελληνικού γλυπτού ίσως λαθεμένα να έχει εγκλωβιστεί αποκλειστικά στο «έργο». Θέμα έρευνας εισέτι, τι ακριβώς να πρόσθεσαν ή να μετέβαλαν οι Έλληνες τεχνίτες μΆ αυτήν την τρομερή τους οργανική συνέπεια στα αιγυπτιακά και ασσυριακά πρότυπα - αριστουργηματικά κι αυτά μορφώματα, ωστόσο πιότερο είδωλα παρά «πλάσματα». Κι αν ανιχνεύουμε στον Έλληνα δημιουργό, με απαρχές γύρω στον 8ο π.Χ. αιώνα (ή και πιο πριν;) αυτήν την άλλη πνοή και άλλη κίνηση, ίσως απρόσμενα ανακαλύψουμε πως η ίδια ενέργεια, το ίδιο αυτό άπιαστο, μετέωρο ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη πλαστικό γίγνεσθαι, ενυπάρχει. Ενυπάρχει ως σαρωτικό κύμα, τροφοδότης όλων αυτών των πειραμάτων που ονομάσαμε «δημοκρατία», «δράμα», «φιλοσοφία», «επιστήμη» - όλα μαζί, πνοή και κίνηση του νου. Έτσι, η πραγματικότητα της πόλης- πρόσκαιρο πρότυπο του ζωντανού κοινωνικού γλυπτού, αντικαθιστά, με όλα του τα ρίσκα, την ακινησία θεοκρατικών δογμάτων.

Αυτή η κρυμμένη μεταδοτική δύναμη εκ των έσω, υποθέτω ότι βρίσκεται στις αναζητήσεις του Γιάννη Μελανίτη: πλαστική πνοή, συστολή / διαστολή στο κάθε έμβιο ον, στην κάθε έμβια ιδέα: το Alles ist Plastik < Θεώρημα της Πλαστικής του Joseph Beuys: Έν και Παν.

Επικεντρώνοντας στη εμβληματική σκηνή της Νέκυιας, ο καλλιτέχνης επεκτείνει εδώ με συνέπεια το αφήγημα οδηγώντας το σε νέα διάσταση. Το βίωμα του θανάτου, η εντολή του Τειρεσία - και κυρίως η αποδοχή της ίδιας - μετουσιώνουν τον Οδυσσέα. Ο νεκρός, «παλιός» εαυτός του δεν αποβάλλεται (δεν χάνεται) αλλά γίνεται πολύτιμο και συνεχές φορτίο - με στοιχεία εμβρύου. Πάντα έχεις κάτι πεθαμένο που κουβαλάς - κι αυτό μπορεί να γίνει σερμαγιά.

Για ό,τι το επόμενο...